- ἀρουραῖοι
- ἀρουραῖοςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και … Dictionary of Greek
Αδελφοί Αρβάλες — (fratres arvales, δηλαδή αδελφοί των αγρών, στα ελληνικά αδελφοί αρουραίοι). Σωματείο από 12 ισόβιους ιερείς της αρχαίας Ρώμης, που τελούσαν τη λατρεία της Δίας (Dea Dia), μιας θεότητας που δεν αναφέρεται αλλού, αλλά ταυτιζόταν με την παλιά… … Dictionary of Greek
Άκα Λαρέντα — (Αcca Larentia). Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του βοσκού Φαυστύλου και τροφός του Ρώμου και του Ρωμύλου, ιδρυτών της Ρώμης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν ερωμένη του Ηρακλή. Τρίτη εκδοχή τη θέλει σύζυγο ενός πλούσιου Ετρούσκου, του Ταρούτιου, την … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
αρουραίος — ο μεγαλόσωμος ποντικός που ζει στα χωράφια: Οι αρουραίοι κάνουν μεγάλες καταστροφές στα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)